- επιχαλίκωση
- ηη επίστρωση με χαλίκια (δρόμου ή πλατείας).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιχαλίκωση — η η επίστρωση με χαλίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον λόγιο τ. επιχαλίκωσις μαρτυρείται από το 1881 στην εφημερίδα Αθήναιον] … Dictionary of Greek